- διώκοντα
- διώκωcause to runpres part act neut nom/voc/acc plδιώκωcause to runpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διώκοντ' — διώκοντα , διώκω cause to run pres part act neut nom/voc/acc pl διώκοντα , διώκω cause to run pres part act masc acc sg διώκοντι , διώκω cause to run pres part act masc/neut dat sg διώκοντι , διώκω cause to run pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ABSYRTIDES — insulae in Adriaticomari, vel iuxta Istrum, a fratre Medeae, ibi interfectô, nomine Absyrtô, sic appellatae. Strabo l. 7. Παῤὅλην (inquit) ἣν εἶπον παραλίαν, νἤϚοι μεν αι Α᾿ψυρτίδες, περί ἅς ἡ Μήδεςα λέγε ται δια. φθε̑ςραι τον ἀδελφόν. Α῎ψυρτον… … Hofmann J. Lexicon universale
κόρυδος — και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α) ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς* «περικεφαλαία» με επίθημα δο (πρβλ. λύγ δο ς, ράβ δο ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
ВИФЛЕЕМСКИЕ МЛАДЕНЦЫ — Избиение вифлеемских младенцев. Роспись собора мон ря прп. Дионисия на Афоне. Сер. XVI в. Избиение вифлеемских младенцев. Роспись собора мон ря прп. Дионисия на Афоне. Сер. XVI в.[греч. ̀λδβλθυοτεΑγια Νήπια; лат. Innocentes Infantes], мученики… … Православная энциклопедия